- καλλιερώ
- καλλιερῶ, -έω (AM)παίρνω ευνοϊκά σημάδια κατά την τέλεση τής θυσίας μου, η θυσία μου στον θεό αποβαίνει ευπρόσδεκτηαρχ.1. θυσιάζω με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκά σημεία («καλλιερήσαι ταῑς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν»)2. (για θυσία) αποβαίνω ευνοϊκή, παρέχω καλά σημάδια («καλλιερησάντων τῶν ἱρῶν ἐπορεύοντο», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -ιερώ (< ἱερός), πρβλ. δυσ-ιερώ].
Dictionary of Greek. 2013.