καλλιερώ

καλλιερώ
καλλιερῶ, -έω (AM)
παίρνω ευνοϊκά σημάδια κατά την τέλεση τής θυσίας μου, η θυσία μου στον θεό αποβαίνει ευπρόσδεκτη
αρχ.
1. θυσιάζω με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκά σημεία («καλλιερήσαι ταῑς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν»)
2. (για θυσία) αποβαίνω ευνοϊκή, παρέχω καλά σημάδια («καλλιερησάντων τῶν ἱρῶν ἐπορεύοντο», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -ιερώ (< ἱερός), πρβλ. δυσ-ιερώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλλιερῶ — καλλιερέω have favourable signs in a sacrifice pres subj act 1st sg (attic epic doric) καλλιερέω have favourable signs in a sacrifice pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλλιερώ — έω, Α καλλιερώ* μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλλιερῶ «θυσιάζω με ευνοϊκά σημάδια»] …   Dictionary of Greek

  • ακαλλιέρητος — ἀκαλλιέρητος, ον (Α) [καλλιερῶ] ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς «ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131) …   Dictionary of Greek

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιέρημα — καλλιέρημα, τὸ (AM) [καλλιερώ] ευπρόσδεκτη θυσία …   Dictionary of Greek

  • καλλιέρησις — καλλιέρησις, ἡ (Α) [καλλιερώ] το να προσφέρει κάποιος ευπρόσδεκτη θυσία …   Dictionary of Greek

  • καλλιερία — και δωρ. τ. καλλιαρία, ἡ (Α) [καλλιερώ] ευνοϊκή θυσία, η εύρεση αίσιων σημείων στο ήπαρ τού σφαγίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”